- αποθαρρώ
- (AM ἀποθαρρῶ, -έω) [θαρρώ]μσν.- νεοελλ.1. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον2. (για συναλλαγές) εμπιστεύομαι κάτι για ορισμένο χρονικό διάστημααρχ.-μσν.1. παίρνω θάρρος2. τολμώ να κάνω κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.